- μηδοσύνη
- μηδοσύνη, ἡ,A counsel, prudence, Simm.25.1, Phot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μηδοσύνη — μηδοσύνη, ἡ (Α) σκέψη, φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μηδ τού μήδομαι «συλλογίζομαι, τεχνάζομαι» + κατάλ. οσύνη] … Dictionary of Greek
μηδοσύνη — counsel fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηδοσύνας — μηδοσύνᾱς , μηδοσύνη counsel fem acc pl μηδοσύνᾱς , μηδοσύνη counsel fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)